- στεγνωτικός
- -ή, -ό / στεγνωτικός, -ή, -όν, ΝΑ [στεγνῶ / -ώνω]νεοελλ.1. αυτός που συντελεί στο στέγνωμα2. το ουδ. ως ουσ. το στεγνωτικότεχνολ. ακόρεστο λιπαρό έλαιο ή φυσική ρητίνη, ένα στρώμα τών οποίων, όταν εκτεθεί στον αέρα, μετατρέπεται τελικά σε ένα σκληρό στεγνό και ελαστικό προϊόν που χρησιμοποιείται στα χρώματα βαφής οχημάτων, στα βερνίκια και στα τυπογραφικά μελάνιααρχ.στυπτικός, αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.