στεγνωτικός

στεγνωτικός
-ή, -ό / στεγνωτικός, -ή, -όν, ΝΑ [στεγνῶ / -ώνω]
νεοελλ.
1. αυτός που συντελεί στο στέγνωμα
2. το ουδ. ως ουσ. το στεγνωτικό
τεχνολ. ακόρεστο λιπαρό έλαιο ή φυσική ρητίνη, ένα στρώμα τών οποίων, όταν εκτεθεί στον αέρα, μετατρέπεται τελικά σε ένα σκληρό στεγνό και ελαστικό προϊόν που χρησιμοποιείται στα χρώματα βαφής οχημάτων, στα βερνίκια και στα τυπογραφικά μελάνια
αρχ.
στυπτικός, αυτός που προκαλεί δυσκοιλιότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στεγνωτικός — making costive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικός — ή, ό 1. αυτός που κάνει κάτι στεγνό. 2. ως ουσ., στεγνωτικό, το ξηραντική ουσία: Έβαλε στεγνωτικό στη λαδομπογιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεγνωτικά — στεγνωτικός making costive neut nom/voc/acc pl στεγνωτικά̱ , στεγνωτικός making costive fem nom/voc/acc dual στεγνωτικά̱ , στεγνωτικός making costive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικῶν — στεγνωτικός making costive fem gen pl στεγνωτικός making costive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικόν — στεγνωτικός making costive masc acc sg στεγνωτικός making costive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικοῖς — στεγνωτικός making costive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικῆς — στεγνωτικός making costive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτική — στεγνωτικός making costive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικώτερα — στεγνωτικός making costive neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικώτερος — στεγνωτικός making costive masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”